Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2017

Μετατραυματικό στρες. Γεγονότα και εμπειρίες που μας στιγματίζουν


Η διαταραχή μετατραυματικού στρες αναπτύσσεται σε άτομα που τους έχει συμβεί ένα ακραίο τραυματικό γεγονός, το οποίο περιλαμβάνει...
το να βιώσει κανείς, να γίνει μάρτυρας ή να έρθει αντιμέτωπος με πραγματικό ή επαπειλούμενο θάνατο, με σοβαρό τραυματισμό ή με απειλή της σωματικής ακεραιότητας της δικιάς του ή των άλλων.

Τα τρία βασικά χαρακτηριστικά της διαταραχής αυτής είναι η αναβίωση του τραύματος μέσα στα όνειρα ή επαναλαμβανόμενες αναμνήσεις του συμβάντος που εισβάλλουν και ταράζουν το άτομο, ένα συναισθηματικό μούδιασμα και μια αίσθηση απομάκρυνσης/αποστασιοποίησης και αποξένωσης από τους άλλους και συμπτώματα διέγερσης του αυτόνομου νευρικού συστήματος όπως ευερεθιστότητα και αυξημένη αντίδραση ξαφνιάσματος (Μάνου, 1997, σ. 285). 

Αυτή η διαταραχή εμφανίζεται στο πόλεμο, όταν οι άνθρωποι έχουν βρεθεί μπροστά στον κίνδυνο της ίδιας τους της ζωής, όταν οι σύντροφοι τους έχουν σκοτωθεί ή ακρωτηριαστεί, σε φυσικές και βιομηχανικές καταστροφές, αλλά και σε παραβιάσεις, όπως για παράδειγμα ο βιασμός. 




Σε αυτές τις περιπτώσεις απειλείται σοβαρά η σωματική και ψυχική υγεία των ανθρώπων και τα συμπτώματα περιλαμβάνουν έντονο άγχος, διαταραχές του ύπνου και ψυχαναγκαστικές επαναλήψεις της τραυματικής εμπειρίας σε flashback(Oatley & Jenkins, 2004, σ.489). Συχνά, τα άτομα με διαταραχή μετατραυματικού στρες έχουν και άλλα συνοδά συμπτώματα, ιδιαίτερα αν το τραυματικό γεγονός είχε διαπροσωπική υφή (για παράδειγμα, σεξουαλική κακοποίηση). Τέτοια είναι αισθήματα ενοχής που επέζησε, αυτοκαταστροφική και παρορμητική συμπεριφορά, διασχιστικά συμπτώματα, αισθήματα ντροπής, εχθρικότητα, κοινωνική απόσυρση, σωματικά ενοχλήματα. 

Επίσης, υπάρχει αυξημένος κίνδυνος για συνοδές διαταραχές όπως διαταραχή πανικού, αγοραφοβία, κατάθλιψη, σωματοποιητική διαταραχή και διαταραχές σχετιζόμενες με ουσίες (Μάνου, 1997, σ. 287). Η κλινική βιβλιογραφία όλο και περισσότερο δηλώνει ότι οι καρδιαγγειακοί παράγοντες κινδύνου και η καρδιαγγειακή ασθένεια είναι πιο κοινή στα άτομα με διαταραχή μετατραυματικού στρες. Η κατάθλιψη, επίσης, προτείνεται ως παράγοντας κινδύνου για καρδιαγγειακά προβλήματα. Αρκετές έρευνες μέχρι σήμερα, έχουν αναγνωρίσει ύπαρξη σχέσης ανάμεσα στη διαταραχή μετατραυματικού στρες και καρδιαγγειακών προβλημάτων (Kibler et al., 2009).

Από επιδημιολογικές μελέτες φαίνεται ότι η πλειοψηφία των ανθρώπων θα βιώσουν τουλάχιστον ένα τραυματικό γεγονός στη ζωή τους. Κατά την εκτίμηση του ιστορικού της μετατραυματικής αγχώδους διαταραχής, αυτοί που λαμβάνουν τη συνέντευξη θα πρέπει να αναζητούν συγκεκριμένα γεγονότα. Η κακοποίηση, ειδικά η σεξουαλική κακοποίηση, και ο πόλεμος ασκούν εντονότερη επίδραση από ότι τα ατυχήματα και οι καταστροφές. Ακόμη, από τις έρευνες διαπιστώνουμε ότι οι άντρες φαίνεται να βιώνουν περισσότερα τραυματικά γεγονότα σε σχέση με τις γυναίκες, όμως οι γυναίκες βιώνουν γεγονότα με ισχυρότερη επίδραση. Επιπλέον, οι γυναίκες έχουν τουλάχιστον διπλάσια πιθανότητα να αναπτύξουν μετατραυματική αγχώδη διαταραχή ως αντίδραση σε ένα τραυματικό γεγονός σε σχέση με τους άντρες. Αυτός ο αυξημένος κίνδυνος δεν εξηγείται από διαφορές στον τύπο του τραυματικού γεγονότος. Τέλος, η συνυπάρχουσα κατάθλιψη και οι διαταραχές από χρήση ουσιών εμφανίζονται να είναι δευτεροπαθείς προς την μετατραυματική αγχώδη διαταραχή, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων (Gelder et al., 2007, σ. 1039).

Ο Lazarus, υποστήριξε ότι το ψυχολογικό στρες εξαρτάται από γνωστικές λειτουργίες που σχετίζονται με το άτομο και το περιβάλλον. Σε μια ψυχοπιεστική κατάσταση, ποικίλοι τρόποι αντιμετώπισης θεωρούνται δυνατοί προκειμένου το άτομο να χειριστεί, να διευθύνει ή να ανεχτεί τις περιστάσεις που εκτίμησε ως φορτικές ή υπεράνω των αποθεμάτων του ατόμου. 

Πιο συγκεκριμένα, γίνεται μια διάκριση ανάμεσα στους τρόπους αντιμετώπισης οι οποίοι εστιάζονται στο πρόβλημα και τους τρόπους αντιμετώπισης οι οποίοι εστιάζονται στο συναίσθημα (Lawrence & Oliver, 2001, σ. 614). Ο Don Meichenbaum (1995) ανέπτυξε αυτό που ονομάστηκε «εκπαίδευση στον εμβολιασμό κατά του στρες», διαδικασία βασισμένη στη γνωστική θεώρηση για το στρες. Κατά την εκπαίδευση στον εμβολιασμό ενάντια στο στρες, οι πελάτες διδάσκονται τη γνωστική φύση του στρες, οδηγίες για τρόπους να αντιμετωπίσουν το στρες και να αλλάξουν εσφαλμένες γνωστικές λειτουργίες, και τέλος, εκπαιδεύονται στην εφαρμογή αυτών των τρόπων σε πραγματικές συνθήκες. 

Σε ότι αφορά τη γνωστική φύση του στρες, γίνεται προσπάθεια να συνειδητοποιήσει ο πελάτης τις αρνητικές, αυτόματες σκέψεις που δημιουργούν το στρες. Σε ότι αφορά τους τρόπους αντιμετώπισης και διόρθωσης των εσφαλμένων γνωστικών λειτουργιών, οι πελάτες διδάσκονται τη χαλάρωση ως δεξιότητα ενεργούς αντιμετώπισης και στη συνέχεια, διδάσκονται γνωστικές στρατηγικές, όπως η αναδόμηση των προβλημάτων ώστε να αντιμετωπίζονται πιο εύκολα. Επιπλέον, διδάσκονται στρατηγικές επίλυσης προβλημάτων, όπως ο προσδιορισμός των προβλημάτων, η δημιουργία πιθανών εναλλακτικών σχεδίων δράσης, η αξιολόγηση των υπέρ και των κατά κάθε προτεινόμενης λύσης και η εκτέλεση της πιο εφαρμόσιμης και πιο επιθυμητής (Lawrence & Oliver, 2001, σ. 616).

Ένα περιβαλλοντικό χαρακτηριστικό που μπορεί να επιδράσει στην επιλογή στρατηγικής είναι αυτό της ασάφειας της κατάστασης. Η ασάφεια παίζει πρωτεύοντα ρόλο στη διαδικασία γνωστικής αξιολόγησης και εφαρμογής στρατηγικών αντιμετώπισης του στρες, εφόσον καθιστά δύσκολη την αξιολόγηση των συμβάντων ως καλών ή κακών, όπως και το προσδιορισμό του βαθμού σοβαρότητας τους. 

Κατά αυτό τον τρόπο καθίσταται δύσκολη και η απόφαση για το πώς το άτομο θα πρέπει να αντιδράσει, ώστε να πετύχει ένα επιθυμητό αποτέλεσμα. Τα κοινωνικά πλαίσια εμπεριέχουν αρκετή ασάφεια, πράγμα που σημαίνει ότι κατά την εκτίμηση και την αντιμετώπιση ασαφών γεγονότων ή καταστάσεων κύριο λόγο έχουν παράγοντες που αναφέρονται στη προσωπικότητα του ατόμου. Όταν η κατάσταση είναι σαφής, οι περιβαλλοντικοί παράγοντες είναι αυτοί που καθορίζουν κατά κύριο λόγο τη γνωστική εκτίμηση. Όταν η κατάσταση αποδεικνύεται ασαφής, τότε τα χαρακτηριστικά του ατόμου και οι συνήθειες του θα προσδώσουν το κύριο τόνο στη διεργασία της γνωστικής αξιολόγησης (Καραδήμας, 2005, σ. 77) .


Η εκπαίδευση στον εμβολιασμό κατά του στρες είναι διαδικασία ενεργητική, εστιασμένη, δομημένη και βραχεία. Χρησιμοποιήθηκε σε ασθενείς με σωματική ασθένεια οι οποίοι επρόκειτο να χειρουργηθούν, σε αθλητές για να τους βοηθήσει να αντιμετωπίσουν το στρες του συναγωνισμού, σε θύματα βιασμού για να τα βοηθήσει να αντιμετωπίσουν την τραυματική εμπειρία τέτοιων επιθέσεων και στο εργασιακό περιβάλλον για να διδάξει σε εργαζόμενους πιο αποτελεσματικές στρατηγικές αντιμετώπισης και να βοηθήσει εργαζόμενους στη διοίκηση να μελετήσουν οργανωτικές αλλαγές (Lawrence & Oliver, 2001, σ. 617).


Πιο συγκεκριμένα, η θεραπευτική προσέγγιση για τη διαταραχή μετατραυματικού στρες μπορεί να είναι φαρμακευτική, ψυχο-θεραπευτική ή συνδυασμός τους ανάλογα με τα συμπτώματα και τις ανάγκες του ασθενή. Η φαρμακοθεραπεία περιλαμβάνει τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά. Τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα μπορεί να μειώσουν τις επαναλαμβανόμενες αναμνήσεις και τους εφιάλτες κι έτσι να βελτιώσουν τον ύπνο και να ηρεμήσουν τον ασθενή. 

Η θεραπεία συμπεριφοράς είναι ιδιαίτερα χρήσιμη όταν οι ασθενείς κατακλύζονται από άγχος σε ορισμένες καταστάσεις που θυμίζουν το τραυματικό γεγονός. Έτσι, συστηματική απευαισθητοποίηση, έκθεση in vivo (απότομη ή κλιμακωτή) μπορούν να βελτιώσουν τη λειτουργικότητα των ασθενών. Τεχνικές χαλάρωσης ή γνωστικές τεχνικές μπορεί να βοηθήσουν τον έλεγχο του άγχους. Τέλος, η ψυχοδυναμική θεραπεία μπορεί να βοηθήσει. 

Η υποστηρικτική ψυχοθεραπεία μπορεί να εφαρμοσθεί αμέσως μετά το τραυματικό γεγονός, οπότε η ελάττωση του στρες και η εκτόνωση των συναισθημάτων μπορεί ίσως και να αποτρέψουν τις χρόνιες μορφές ή τις καθυστερημένες απαντήσεις στο τραύμα. Κατόπιν, χρησιμοποιείται η αποκαλυπτική ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία με στόχο να βοηθήσει το άτομο να επανεκτιμήσει το τραυματικό γεγονός και να το αφομοιώσει, αντιμετωπίζοντας τα παθολογικά στοιχεία της αυτοϋποτίμησης, της ανημποριάς ή της ενοχής, της αίσθησης εχθρότητας του άλλου κόσμου, της έλλειψης νοήματος στη ζωή. Μερικές φορές μπορεί να βοηθήσει και η ύπνωση ή η συνέντευξη με αμυτάλη (ενδοφλέβια χορήγηση νατριούχου αμοβαρβιτάλης). Η ομαδική ψυχοθεραπεία μπορεί να αποβεί πολύ χρήσιμη σε άτομα που είχαν ίδιες τραυματικές εμπειρίες (Μάνου, 1997, σ. 289).

ΤΣΑΛΙΚΟΥ ΚΑΛΛΙΟΠΗ, ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ

Το να αφήνεις κάτι να φύγει δεν σημαίνει ότι το ξεχνάς, αλλά ότι το θυμάσαι χωρίς φόβο


Gelder et al. (2007). New Oxford Textbook of Psychiatry. Αθήνα, εκδόσεις Πασχαλίδης.

Kibler et al. (2009). Hypertension in relation to posttraumatic stress disorder and depression in the US National Comorbidity Survey. Behavioral Medicine, vol 34,4, 125-131.

Lawrence, A. P. & Oliver, P. J. (2001). Θεωρίεςπροσωπικότητας. Έρευνα και εφαρμογές. Αναθεωρημένη έκδοση. Αθήνα, Εκδόσεις Τυπωθήτω.

Oatley, K. & Jenkins, M. J. (2004). Συγκίνηση. Ερμηνείες και κατανόηση. Αθήνα, Εκδόσεις Παπαζήση.

Καραδήμας Ε. (2005). Ψυχολογία της υγείας. Θεωρία και κλινική πράξη. Αθήνα, Εκδόσεις Τυπωθήτω.

Μάνου Ν. (1997). Βασικά στοιχεία κλινικής ψυχιατρικής. Αναθεωρημένη έκδοση. Θεσσαλονίκη, University Studio Press.

Αντιστοιχισμένο περιεχόμενο

Συνεργαζόμενα Blogs