Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

Γι” αυτούς που σώπασαν κι εκείνους που έφυγαν νωρίς

της Αγράμπελης

Κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες, παραμονές 17 Νοέμβρη, εδώ και χρόνια, οι ίδιες σκέψεις τριγυρίζουν στο μυαλό μου, τα ίδια συναισθήματα με πνίγουν. 

Διαβάζω όλους αυτούς που ....διαλαλούν ότι ήταν κι αυτοί εκεί, πίσω από τα κάγκελα, έξω από τα κάγκελα, στους δρόμους. Διαβάζω και τους άλλους, τους νεώτερους, που οι εικόνες που βιώνουν είναι κορμιά και μυαλά στα κάγκελα στην Ελλάδα της κρίσης και σπεύδουν να απαξιώσουν τη γενιά του Πολυτεχνείου, φορτώνοντάς της όλα τα δεινά του σήμερα και τα κακά της μοίρας μας. Θυμώνω, γιατί σκέφτομαι ότι υπάρχουν και κάποιοι άλλοι. Εκείνοι που ήταν εκεί, ψυχή και σώμα, άνθρωποι μεγάλοι, ηλικιωμένοι και παιδιά, φοιτητές, στην πρώτη γραμμή του αγώνα, που φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν, βγήκαν στην παρανομία και δεν το βροντοφώναξε ποτέ κανείς. Δεν καπηλεύτηκαν, δεν έγραψαν βιβλία αυτοηρωοποίησης, δεν είδα τα πρόσωπά τους μαζί με άλλες αφεντομουτσουνάρες να παρελαύνουν σε τηλεοπτικά επετειακά αφιερώματα, να ποζάρουν σε πολυσέλιδες έντυπες ναρκισσιστικές συνεντεύξεις. Εκείνοι που δε μιλούν για τότε, τι έκαναν στη χούντα, Βασίλη, Δημήτρη, Γιώργο, Άγγελε, Μαρία.. Κι όταν μιλούν, περιγράφουν καταστάσεις, μιλούν για την εποχή, για τους αγώνες των άλλων, παινεύουν άλλους.

Αυτούς, λοιπόν, εγώ τους αγαπώ και τους θαυμάζω. Μαζί με κάποιους ακόμα. Κάποιους που έφυγαν νωρίς. Που αγωνίστηκαν για τις ιδέες τους, για έναν καλύτερο κόσμο. Που βασανίστηκαν, εξορίστηκαν. Παλιά. Που τρέξαν στο Πολυτεχνείο, αφήνοντας μωρά παιδιά στο σπίτι. Που βούρκωσαν, γιατί επιτέλους ο κόσμος ξεσηκώθηκε. Που άνοιξαν τα γραφεία τους, εκεί στα Εξάρχεια, να περιθάλψουν τραυματίες. Που μέχρι τη μέρα που μας άφησαν, πάνε τριάντα χρόνια, κρατούσαν την εφημερίδα διπλωμένη ανάποδα κι ας ήταν πια «ΤΑ ΝΕΑ». Που δεν ήθελαν ποτέ να τους τρομάζεις, γιατί ο τρόμος ήταν βίωμα δικό τους, τις νύχτες που ξημέρωναν φωτίζοντας αμούστακα πρόσωπα με κάτασπρα μαλλιά. Εκείνον λοιπόν, που στον πρώτο μου Λουντέμη, στον πρώτο μου Βασιλικό, εκεί στην παραλία, μου χάριζε ένα βλέμμα, μα τι βλέμμα.. Εκείνον που είχε τους καλύτερους φίλους και τις Πέμπτες, όλες τις Πέμπτες, δικές τους. Αχ, αυτοί οι φίλοι. Ο Χρήστος, ο οδοντίατρος, που μέχρι το δικό του φευγιό, σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, τηλεφωνούσε στη μάνα μου παραμονή, λέγοντας πάντα την ίδια ατάκα «ήρθε ο φίλος μου χθες βράδυ στο όνειρο μου και μου” πε πάρε το κορίτσι μου και πες της να μην ξεχάσει την ψήφο μου να ρίξει». Εκείνον που εκτός από την παρουσία του, μου στέρησε και μια λέξη, που δε με ξανάκουσα ποτέ να τη φωνάζω. Τον πατέρα μου, που έφυγε νωρίς κι αν ήταν ακόμα ανάμεσα μας, η θλίψη του για το σήμερα θα ήταν αφόρητα μεγάλη . Γι” αυτούς λοιπόν, κανένα ανάθεμα. Σιωπή. Κουβέντα.

Αντιστοιχισμένο περιεχόμενο