Η Πρωταπριλιά είναι για πολλούς μια ευκαιρία να γελάσουν λιγάκι, αναβιώνοντας ένα πολύ παλιό έθιμο που βασίζεται ...
Οι ρίζες του συγκεκριμένου εθίμου βρίσκονται στην Δύση και ξεκινούν από τους αρχαίους Κέλτες, οι οποίοι την Πρωταπριλιά που καλυτέρευε ο καιρός, συνήθιζαν να βγαίνουν για ψάρεμα. Τις περισσότερες φορές γύριζαν με άδεια χέρια κι έλεγαν ψεύτικες ιστορίες για μεγάλα ψάρια που παραλίγο να πιάσουν.
Στα χρόνια του μεσαίωνα, οι Γάλλοι γιόρταζαν την Πρωτοχρονιά την 1η Απριλίου, λόγω του Πάσχα. Μέχρι το 150 ή 1564, όταν ο βασιλιάς Κάρολος μετέθεσε τον εορτασμό της πρωτοχρονιάς την 1η Ιανουαρίου. Η αλλαγή προκάλεσε αρχικά προβλήματα στο λαό του, καθώς κάθε παρέκκλιση από την οργάνωση του χρόνου μπορεί να προκαλέσει συναισθηματική φόρτιση και αντιδράσεις. Εκείνοι όμως που αποδέχτηκαν γρήγορα την αλλαγή, πείραζαν τους υπόλοιπους, που συνέχισαν να τηρούν την παλιά Πρωτοχρονιά της 1ης Απριλίου. Τους έκαναν λοιπόν ψεύτικα πρωτοχρονιάτικα δώρα και τους έκαναν πλάκα λέγοντάς τους μερικά ψεματάκια.
Το έθιμο σιγά σιγά πέρασε και στον υπόλοιπο κόσμο. Οι εφημερίδες στις αρχές του 20ου αιώνα είχαν την τιμητική τους. Ακολούθησαν το ραδιόφωνο, η τηλεόραση και αργότερα τα ηλεκτρονικά μέσα. Το ίντερνετ έχει κάνει την Πρωταπριλιά πιο συχνή, με τις «hoax» ειδήσεις να μην περιμένουν απαραίτητα την συγκεκριμένη ημέρα. Οι καλά κατασκευασμένες ιστορίες μπορούν να ξεγελάσουν τον καθένα.
Στην Ελλάδα το έθιμο έφτασε από την εποχή των Σταυροφοριών, με τη συνήθεια του αθώου ψέματος βέβαια να μην είναι άγνωστη στην Ελλάδα. Οι Έλληνες μίλησαν πρώτοι για την έννοια του ψέματος (Αριστοτέλης), και στον Ελλαδικό χώρο συνηθιζόταν για αιώνες να λένε «αθώα» ψέματα για να ξεγελάσουν τα στοιχεία της φύσης (για καλύτερη αγροτική σοδειά). Όπως αναφέρει μάλιστα ο λαογράφος Γεώργιος Μέγας, το ψέμα αποτελεί συνήθη μηχανισμό στην προσπάθεια εξασφάλισης της επιτυχίας μιας μαγικής ενέργειας ή ενός δύσκολου έργου, βάσει της αντίληψης ότι η ψευδολογία ξεγελά και εμποδίζει τις βλαπτικές δυνάμεις.