Δίπλα τους στέκονται άλλοι μακροβιότεροι: ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης (1989–2019), ο Γιώργος Σουφλιάς (1974–1990, 1996–2009), ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης (1977–2004), η Άννα Μπενάκη-Ψαρούδα (1981–2007), ο Γιάννης Τραγάκης με πολυετείς θητείες από το 1974 έως το 2019, αλλά και ο Γιώργος Παπανδρέου, που εκλέγεται από το 1981 μέχρι σήμερα. Οι περισσότεροι ανήκαν σε δύο κόμματα – τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ – που μονοπώλησαν για δεκαετίες την πολιτική σκηνή, δημιουργώντας μια σχεδόν κληρονομική μορφή δημοκρατίας, όπου η εξουσία άλλαζε χέρια αλλά όχι γενιές.
Η πολιτική μακροβιότητα, φυσικά, δεν είναι ελληνική ιδιορρυθμία. Στην Ευρώπη συναντάται, αλλά σπανίως με τέτοια ένταση. Εκεί, η ανανέωση θεωρείται φυσική λειτουργία του συστήματος. Εδώ, αντίθετα, έγινε σημείο αναφοράς – σχεδόν τίτλος τιμής. Ο βουλευτής που «αντέχει» δεκαετίες θεωρείται έμπειρος, σταθερός, γνώριμος. Κι όμως, πίσω από τη λέξη «αντοχή» συχνά κρύβεται η φθορά, η αδράνεια και η αυτοσυντήρηση.
Το ερώτημα δεν είναι γιατί κάποιοι έμειναν τόσο πολύ στη Βουλή, αλλά γιατί η κοινωνία τούς κράτησε εκεί. Γιατί ανανεώσαμε ξανά και ξανά τις ίδιες υπογραφές στα ίδια πρόσωπα. Γιατί, αντί να τιμούμε τη δημοκρατία με την εναλλαγή, την ταυτίσαμε με τη διάρκεια. Η μακροβιότητα των βουλευτών δεν είναι αιτία αλλά σύμπτωμα μιας πολιτικής κουλτούρας που δυσκολεύεται να αποδεχτεί τη φθορά του χρόνου και την ανάγκη για νέα πρόσωπα.
Η Μεταπολίτευση υπήρξε πράγματι η πιο σταθερή περίοδος της σύγχρονης Ελλάδας. Όμως αυτή η σταθερότητα, όσο και αν προστάτευσε τη χώρα, λειτούργησε σαν φίλτρο. Φίλτρο απέναντι στην καινοτομία, στους νέους ανθρώπους, στην ανανέωση των ιδεών. Κι έτσι, τα ίδια πρόσωπα συνέχισαν να νομοθετούν για γενιές που δεν είχαν ακόμη γεννηθεί όταν εκείνοι πρωτοορκίζονταν βουλευτές.
Η εικόνα του «αιώνιου» βουλευτή είναι, κατά βάθος, μια αυτοπροσωπογραφία του ελληνικού εκλογικού σώματος. Δεν αλλάζουμε εύκολα, δεν εμπιστευόμαστε εύκολα, δεν ρισκάρουμε εύκολα. Και ίσως για αυτό, κάθε φορά που ζητάμε «νέα αρχή», τελικά ψηφίζουμε το παλιό.
Αν θέλουμε να φανταστούμε μια πραγματικά ανανεωμένη δημοκρατία, πρέπει να αποδεχθούμε ότι η ανανέωση δεν ξεκινά από τα κόμματα, ούτε από τους θεσμούς. Ξεκινά από τον πολίτη. Από τη στιγμή που θα σταματήσει να αντιμετωπίζει την ψήφο ως συνήθεια και θα την ξαναδεί ως πράξη ευθύνης. Τότε ίσως, μετά από μισό αιώνα Μεταπολίτευσης, να μπορέσουμε να μιλήσουμε για την πρώτη αληθινή Μεταπολίτευση.
